Η γάτα του Schrödinger (από Apis mellifica)



Πόσος καιρός θα'ναι που γνωρίζονται με την Κλωντίν; Δύο χρόνια, δυόμισυ ; Δε θα' ναι περισσότερο, δεν ήταν ποτέ καλός με τις ημερομηνίες αλλά κάπου τόσο του φαίνεται. Αν το καλοσκεφτείς, γνωρίστηκαν πρόπερσι την παραμονή της πρωτοχρονιάς στο σπίτι του Μπάμπη, οπότε ναι, είναι σίγουρα δυόμισυ χρόνια.

Ούτε που το κατάλαβε πώς πέρασε τόσος καιρός, κλεισμένος ολη μέρα στο ατελιέ ο χρόνος δραπετεύει από το ρολόι του, κρυφοκοιτάζει από τις γρίλιες τον κατηφορικό δρόμο, πλέκει τη διέγερση της μέρας με την έμπνευση της νύχτας, πάει να πει τον κοροϊδεύει κατάμουτρα.

Σήμερα είναι Κυριακή πρωί, αυτό το θυμάται πολύ καλά, γιατί θα μπορούσε να πάει στις έντεκα να παρακολουθήσει την συναυλία της Κλωντίν, όπως έκανε και τις άλλες Κυριακές τα πρωινά, δηλαδή όχι όλες τις Κυριακές πάντως τις περισσότερες ή τουλάχιστον αρκετές. Η Κλωντίν παίζει τα τελευταία τρία χρόνια τσέλο σε μια μεγάλη ορχήστρα. Είναι καλή και γλυκειά, όπως θα΄πρεπε να είναι μια κοπέλα με μητέρα Γαλλίδα.

Ίσως αυτό τον τράβηξε περισσότερο κοντά της, το ότι η παρουσία της θύμιζε ήσυχη βροχή σε πλακόστρωτα δρομάκια, ζωηρές βραδιές σε συνοικίες καλλιτεχνών και ενθουσιώδη ζωντανή μουσική σε μπουάτ, ξέχειλες από σπινθηροβόλα ποτά και πνευματώδεις συζητήσεις, όλα αυτά δηλαδή που φανταζόταν ότι ήταν η Γαλλία των καλλιτεχνών. Δε θα μπορούσαν παρά να ταιριάξουν 
.
Ψάχνει εδώ και δέκα λεπτά το ζουληγμένο σωληνάριο της ώχρας, ήταν σίγουρος ότι κάπου το είχε δει χθες ή προχθές. Αν ήταν εδώ εκείνη θα του το έβρισκε αμέσως. Αλλά δεν ήταν.
Κάτω από το σωρό με τα προσχέδια στο ταλαιπωρημένο του γραφείο βρίσκει μια παρτιτούρα, σημειωμένη με μολύβι από το χέρι της. Την κοιτάει κάμποση ώρα, η ματιά του τρέχει στα μικρά της σημαδάκια και τα καθαρά, στρογγυλά γράμματα.
 Η Κλωντίν διάβαζε κάθε μέρα από τις εννέα το πρωί ως τις δώδεκα το μεσημέρι και κάποιες φορές και τα απογεύματα. Ποτέ του δεν μπόρεσε να το καταλάβει αυτό.

Αυτός ήταν πάντα του πιο άνετος, πιο ελεύθερος,  γιατί δεν μπορείς να πεις '' θα ζωγραφίζω κάθε πρωί από τις οκτώ παρά τέταρτο ως τις δυο και είκοσι πέντε'', αυτά είναι αστεία πράγματα. Εκείνος μπορούσε να μείνει ξάγρυπνος και να δουλεύει όλη νύχτα ας πούμε, αν χρειαζόταν, αν ένιωθε ότι χρειαζόταν.

'' Δε χωράω στη ζωή σου Αντουάν'' του είχε πει η Κλωντίν ένα πρωινό, την ώρα που δούλευε πυρετωδώς το φως σε μια νεκρή φύση.
'' Τώρα τα λες αυτά γιατί δεν ήρθα την προηγούμενη Κυριακή ; '' απάντησε χωρίς να την κοιτάζει.
'' Τα λέω γιατί το βλέπω. ''
Έκλεισε πίσω της την πόρτα της παλιάς μονοκατοικίας αθόρυβα, δεν την κατάλαβε που έφυγε, έτσι που έψαχνε με μανία το λεπτό του πινέλο μέσα στο σωρό του γραφείου του. Ένιωσε πρώτα την απόλυτη ησυχία και μετά είδε τα πράγματά της να λείπουν από το μπάνιο.
'' Ε όχι ρε..'' μουρμούρισε και ξανάπιασε δουλειά. Μόνο όταν έπεσε το σούρουπο πήρε να ανησυχεί.
''Θα την πάρω τηλέφωνο, θα της έχει περάσει.'' είπε στο καναρίνι που κούρνιαζε στο κλουβί του στην μπροστινή βεράντα.
Έκοψε ένα φύλλο μαρούλι από το ψυγείο και το στερέωσε στα κάγκελα. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να το ξεπλύνει πρώτα, αλλά θυμήθηκε ότι η Κλωντίν έπλενε όλα τα λαχανικά πριν τα βάλει στο ψυγείο.
'''Ορμα Κλωντίν!'' είπε εύθυμα. 

Κλωντίν είχαν ονομάσει και το καναρίνι, της το είχε πάρει δώρο πέρσι την Πρωτομαγιά. Όταν κατάλαβαν ότι ήταν θηλυκό και δεν θα κελαηδούσε ποτέ, ήθελε να το πάει πίσω στο μαγαζί αλλά εκείνη το είχε πια συμπαθήσει το μπαγάσικο.
''Θα είναι η κόρη μας, πώς να την ονομάσουμε;'' είπε και το χάιδευε με το βλέμμα .
''Να την πούμε Κλωντίν, είχε προτείνει, είναι γλυκιά σαν κι εσένα''

Με το πρώτο τσίμπημα, το φύλλο έφυγε κι έπεσε κάτω στα πλακάκια .
'' Ε, χέσε μας τώρα..'' Το μικρό κεφαλάκι τον κοίταξε επίμονα, γυρίζοντας πότε στο ένα πλευρό, πότε στο άλλο.
Του'ρθε να βάλει τα κλάμματα, σα μωρό. Η νύχτα έπεφτε και το κινητό της ήταν κλειστό.

Οι μέρες περνούσαν, πολυάσχολες και άδειες. Η Κλωντίν δεν ξαναφάνηκε, δεν σήκωνε το τηλέφωνο, δεν απαντούσε στα μηνύματα. 
''Γιατί ρε Κλωντίν το κάνεις αυτό;'' Εκείνος δούλευε ακατάπαυστα, είχε κλείσει μια συμμετοχή σε έκθεση για τον Οκτώβρη. Δεν τον ικανοποιούσε τίποτα σχεδόν από όσα έφτιαχνε, ό,τι τον ενθουσίαζε ως σύλληψη τον απογοήτευε στον μουσαμά, σκεφτόταν ότι τίποτα της προκοπής δε θα 'χε να παρουσιάσει και ένιωθε να παραλύει.

Πού και πού θυμόταν να βάζει νερό και φαί στο καναρίνι, συχνά έπιανε τον εαυτό του να του μιλάει όπως τώρα που του παραπονιέται πως είναι δώδεκα τα μεσάνυχτα, πως το ψυγείο έχει αδειάσει και τα σκουπίδια μυρίζουν από τη ζέστη.
''Ρε Κλωντίν, πρέπει δηλαδή να κατέβω τώρα για τα σκουπίδια; Να αφήσω την ακουαρέλλα έτσι; Εντάξει δεν τα ξέρεις εσύ αυτά, εσύ ξέρεις τη μουσική σου και τα μέτρα σου αλλά δεν γίνεται να'χω δουλειά και να' χω και όλα τα άλλα μες στο κεφάλι μου. Αλλά δε σε νοιάζει, σε νοιάζει; Αν σε ένοιαζε δε θα με παρατούσες. Τι ήθελες να κάνω δηλαδή ρε αγάπη ; Γιατί δε μου είπες τι ήθελες να κάνω; ''

Το καναρίνι τον κοιτά ψύχραιμα, τα ματάκια του λάμπουν. Συνέρχεται. ''Έλα να σε βγάλω έξω, να δροσιστείς, να πάω κι αυτά τα ρημάδια κάτω στον κάδο..'' Σηκώνει το κλουβί με τρυφερότητα, το βάζει μέσα τα απογεύματα που γυρίζει ο ήλιος να μην το καίει η κάψα του Αυγούστου, το 'χει δίπλα του εκεί στο τραπέζι και του μιλάει κάθε τόσο.

Θέλει να της το φροντίσει, είναι σίγουρος πως όταν αποφασίσει να απαντήσει στο τηλέφωνο θα τον ρωτήσει για το καναρίνι της. Και τότε εκείνος θα της πει ότι είναι καλά αλλά την αποζητά- και οι δυο τους την αποζητούν και την περιμένουν να γυρίσει.
Βάζει το κλουβί στο καρφί του στο μπαλκόνι που βλέπει στο δρόμο, πλάι στην εξώπορτα και το στερεώνει όσο γίνεται. Κάποια στιγμή θα του βάλει κι ένα δεύτερο καρφάκι, για πιο σίγουρα.
Κατεβάζει τα σκουπίδια, παίρνει και λίγο γάλα και δυο γιαούρτια από το μινι μάρκετ  που' ναι ακόμη ανοιχτό.
''Ζέστη ε;'' λέει στον μαγαζάτορα, δε θυμάται το όνομά του αλλά δε χρειάζεται.
''Καλώς τον Αντώνη. Πολλή ζέστη, είπαν πάντως ότι από απόψε θα' χουμε βοριαδάκι. Άντε να δροσίσει λιγάκι, καήκαμε τόσες μέρες.''
Εκείνο το βράδυ κατάφερε να ολοκληρώσει ένα έργο. Έφαγε και τα δυο γιαούρτια και ένιωσε πως τα πράγματα θα έφτιαχναν σύντομα. Και ο άνεμος που έπαιζε με την κουρτίνα κατά τα ξημερώματα, ήταν ευπρόσδεκτος οιωνός.


Όταν άνοιξε την πόρτα το πρωί, κρύος ιδρώτας τον τύλιξε.
Το κλουβί της Κλωντίν ήταν πεταμένο κάτω, στραπατσαρισμένο, με την πορτούλα ορθάνοιχτη, το φαγητό χυμένο στο δάπεδο, το μαραμένο μαρούλι μια θλιβερή υπόμνηση φροντίδας.Έμεινε κεραυνοβολημένος.
''Κλωντίν'' κατάφερε να ψιθυρίσει και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. ''Κλωντίν  καρδούλα μου..''

Έπιασε το κλουβί με χέρια που έτρεμαν και το έβαλε μέσα.Ο αέρας είχε ρίξει και μια ξεραμένη γλάστρα, χώματα ανάκατα με σκουπίδια ήταν πεταμένα παντού .
Αυτό ήταν πολύ. Τον πήρε το παράπονο. Έπιασε το κινητό του κι έστειλε ένα και μόνο μήνυμα :
'' H Κλωντίν μας λείπει από το κλουβί, μάλλον έφυγε. Δεν αντέχω άλλο..''


Πέρασε ώρα πολλή, σωριασμένος στο τραπέζι της κουζίνας να βαστάζει το κεφάλι του και να μη σκέφτεται τίποτα. Ο αέρας χτυπούσε ακόμη τα παλιά παραθυρόφυλλα, με μια ορμή που έφτανε από το υποχθόνιο βουητό ως το κρεσέντο σε δευτερόλεπτα.

Δεν κατάλαβε στην αρχή, νόμισε πως ήταν ένα ακόμη καπρίτσιο του ανέμου. Έπειτα, σε μια στιγμιαία ανάπαυλα, άκουσε ξανά ένα ρυθμικό χτύπημα στην πόρτα, απαλό όσο μια ανάσα .
Πετάχτηκε μεμιάς και όρμησε στην κλειστή εξώπορτα. Το χτύπημα ακούστηκε πάλι, διακριτικό αλλά σταθερό. Κράτησε την αναπνοή του. Τι ή ποιος βρισκόταν πίσω απ' την κλειστή πόρτα; Μπορεί να ήταν ο ταχυδρόμος ή η γειτόνισσα κάποιος δηλαδή τελείως άσχετος . Μπορεί και όχι. Όλες οι πιθανότητες ζωντάνεψαν, όλα ήταν πιθανά ώσπου να γυρίσει το χερούλι.

Αντιστάθηκε στην αυθόρμητη τάση που του υπαγόρευε το ένστικτό του να ανοίξει αμέσως. Αναρωτήθηκε αν μπορούσε να αλλάξει ό, τι βρισκόταν πίσω από την κλειστή πόρτα με μια έντονη διεργασία του νου του, αν μπορούσε να επιδράσει με κάποιο τρόπο στο παρόν και να διαλέξει από τα πιθανά ενδεχόμενα αυτό που επιθυμούσε περισσότερο.
Έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε έντονα, για κλάσματα του δευτερολέπτου. Δεν ήξερε αν είχε νόημα αυτό, μπορούσε ωστόσο να απολαύσει το άρωμα και της πιο λεπτής ελπίδας, μέχρι αυτή να συνθλιβεί από την εικόνα της πραγματικότητας.

Θα μπορούσε να μείνει πολύ σ' αυτήν την αιχμή του χρόνου όπου όλες οι πιθανότητες ήταν παρούσες, ώσπου ένα ακόμη χτύπημα, αδύναμο σα γρατζούνισμα τον επανέφερε.
Άπλωσε το χέρι και άνοιξε αργά την πόρτα. Τα μάτια του θόλωσαν και με φωνή που έτρεμε από ευγνωμοσύνη ψιθύρισε :

''Κλωντίν..''



Apis mellifica


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου