Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Η κραταιά αγάπη - Μάρω Βαμβουνάκη





''Με φωνάζουν Αίμα. Με άλφα γιώτα''
''Αίμα! Από το αίμα;''
''Μα όχι βέβαια! Είναι υποκοριστικό από το Αιμιλία''
''Αίμα! Πώς αισθάνεστε που έχετε ένα τέτοιο όνομα;''
''Μα τα ονόματα τελικά δεν μένουν παρά ήχος.. Δε θυμίζουν τίποτα άλλο παρά το πρόσωπο που ονομάζουνε.''

Μια νεαρή καθηγήτρια, η Αιμιλία Βρυδάκη, γυρίζει στο νησί της μετά από πρόσφατο διαζύγιο , κατάληξη ενός αποτυχημένου εξαετούς γάμου. Εκεί συναντά έναν παλιό της καθηγητή από το Πανεπιστήμιο, τον Μίνω Φραγκόπουλο , έναν άνθρωπο απομονωμένο , απρόσιτο, με ''βαριά , σπηλαιώδη φωνή'' o οποίος προσπαθεί να την κατακτήσει και τελικά το καταφέρνει.  O έρωτας δείχνει και το μαγευτικό αλλά και το σκληρό του πρόσωπο και το τέλος θα είναι έντονο όσο και απροσδόκητο.

Η συγγραφέας , με την ιδιότητα της ψυχολόγου, κεντά πολύ λεπτομερειακά τις εκφάνσεις της ψυχολογίας του έρωτα και φτάνει ως τα βάθη των χαρακτήρων της μέσα από μια πλοκή απλή. Το έργο κινείται κατά βάση κάθετα και όχι οριζόντια και συχνά γίνεται τόσο περιγραφικό και αναλυτικό -ως προς τις λεπτές διακυμάνσεις της ερωτικής διάθεσης- ώστε αποτελεί μάλλον περισσότερο ψυχαναλυτικό πόνημα. Ωστόσο η αμεσότητα δε χάνεται και το πάθος πείθει , ακριβώς γιατί πατάει στέρεα .

Σε σχέση με όσα βιβλία της Βαμβουνάκη έχω διαβάσει , η επίγευση του συγκεκριμένου είναι από τις πιο δυνατές .

''Η κραταιά αγάπη'', Μάρω Βαμβουνάκη, εκδ. Φιλιππότη , 1998, σελ 192

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

ΤΑ ΛΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ- ΧΑΒΙΕΡ ΜΑΡΙΑΣ


ΤΑ ΛΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ- ΧΑΒΙΕΡ ΜΑΡΙΑΣ




Περισσότερο από την απόλαυση  μιας γραφής που διαπνέεται από ειρωνεία, περισσότερο από την ευχαρίστηση μιας μυθοπλασίας άνετης που ξετυλίγεται άλλοτε συνειρμικά κι άλλοτε εντελώς απροσδόκητα, περισσότερο από την πρώιμη αφηγηματική ωριμότητα που αποπνέει το έργο -  στοιχεία που αναγνωρίστηκαν αμέσως ως προτερήματα στον συγγραφέα από τους κριτικούς της εποχής του, όπως παραδέχεται και ο ίδιος στον πρόλογο που έγραψε το 1987, περισσότερο λοιπόν απολαυστικό από όλα , ήταν αυτή η υπέροχη αίσθηση ελευθερίας της πλοκής που μόνο ένας δεκαεπτάχρονος νομίζω , θα είχε την τόλμη να δώσει σε ένα μυθιστόρημα. 

Και είναι ακριβώς η ιστορία πίσω από το έργο , το ότι γράφτηκε δηλαδή το 1969 σε διάστημα ενάμιση μήνα από έναν δεκαεπτάχρονο που το' σκασε από το σπίτι του και πήγε να μείνει στο Παρίσι στο διαμέρισμα του σκηνοθέτη θείου του, παρακολούθησε ογδόντα πέντε ταινίες αμερικάνικου κινηματογράφου για να αντλήσει υλικό και συνέγραψε με θαυμαστή συγκρότηση και αυτοπειθαρχία ένα πρωτόλειο που για πολλούς αποτελεί ένα από τα καλύτερα έργα του , αυτό που δεν μπόρεσα να αποβάλλω κατά την ανάγνωση και ο λόγος για τον οποίο έβλεπα συνεχώς μια αξιοζήλευτη συγγραφική ελευθερία ή αλλιώς το χέρι ενός νεαρού δημιουργού που είχε τη δύναμη ή την αθωότητα να πλάθει τον κόσμο του όσο απίθανο ήθελε. 

Έτσι, εκτός από το ότι ξεκινά την αφήγηση παρακολουθώντας μια αμερικάνικη οικογένεια και τη διάλυσή της το 1922, την οικογένεια Τάγκερ, περνάει στον αμερικανικό εμφύλιο, σκιαγραφεί τις συμμορίες των γκάνγκστερ την εποχή της ποτοαπαγόρευσης , παρακολουθεί αστέρες κινηματογράφου , ντετέκτιβ και κατάδικους - όλα αδιανόητα ως λογοτεχνικά θέματα για την Ισπανία του 1970- ο νεαρός συγγραφέας παίζει επίσης με τα πρόσωπά του βάζοντας ιστορίες να βρίσκουν τις λύσεις τους σε άλλες ιστορίες , εισάγοντας χαρακτήρες συνεχώς , άλλους που συνδέονται μεταξύ τους αργότερα κι άλλους που περνούν και χάνονται , φτιάχνοντας έτσι ένα ιδιότυπο ψηφιδωτό που δεν είσαι σίγουρος ότι τελικά το βλέπεις ολοκληρωμένο -περισσότερο μια κυψέλη σου θυμίζει όπου ιστορίες πάνε κι έρχονται για να συνειδητοποιήσεις εν τέλει ότι η ζωή συνεχίζεται πολύ πιο πέρα από το τέλος του έργου. 

Μα δεν είναι υπέροχο να δημιουργεί η τόλμη και η αθωότητα των δεκαεπτά σου χρόνων έναν κόσμο όπου οι πρωταγωνιστές σκοτώνονται τόσο απροσδόκητα ώστε σχεδόν να σκανδαλίζεται ο αναγνώστης , οι πυροβολισμοί ανταλλάσσονται με την απλότητα μιας καλημέρας , ο πατέρας της δεκαεξάχρονης που μόλις αποπλάνησες -ή έτσι νομίζεις- σου χτυπά φιλικά την πλάτη , τα δολάρια κερδίζονται εύκολα -αν και όχι νόμιμα- οι ιστορίες εκτρέπονται συνέχεια σε άλλα μονοπάτια από αυτά που ο αναγνώστης έχει υποθέσει; Μπορεί όλα αυτά να ερμηνεύονται εύκολα ως απόρροια  της κινηματογραφικής αφήγησης που χαρακτηρίζει το έργο, ωστόσο προσωπικά προτιμώ να βλέπω πίσω τους μια αθώα αλλά σκανταλιάρικη πένα . Αυτό δεν είναι ο ορισμός της συγγραφικής ελευθερίας, στο κάτω κάτω;





''Τα λημέρια του λύκου'', Χαβιερ Μαρίας, μεταφ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Καστανιώτη 2002