''Με φωνάζουν Αίμα. Με άλφα γιώτα''
''Αίμα! Από το αίμα;''
''Μα όχι βέβαια! Είναι υποκοριστικό από το Αιμιλία''
''Αίμα! Πώς αισθάνεστε που έχετε ένα τέτοιο όνομα;''
''Μα τα ονόματα τελικά δεν μένουν παρά ήχος.. Δε θυμίζουν τίποτα άλλο παρά το πρόσωπο που ονομάζουνε.''
Μια νεαρή καθηγήτρια, η Αιμιλία Βρυδάκη, γυρίζει στο νησί της μετά από πρόσφατο διαζύγιο , κατάληξη ενός αποτυχημένου εξαετούς γάμου. Εκεί συναντά έναν παλιό της καθηγητή από το Πανεπιστήμιο, τον Μίνω Φραγκόπουλο , έναν άνθρωπο απομονωμένο , απρόσιτο, με ''βαριά , σπηλαιώδη φωνή'' o οποίος προσπαθεί να την κατακτήσει και τελικά το καταφέρνει. O έρωτας δείχνει και το μαγευτικό αλλά και το σκληρό του πρόσωπο και το τέλος θα είναι έντονο όσο και απροσδόκητο.
Η συγγραφέας , με την ιδιότητα της ψυχολόγου, κεντά πολύ λεπτομερειακά τις εκφάνσεις της ψυχολογίας του έρωτα και φτάνει ως τα βάθη των χαρακτήρων της μέσα από μια πλοκή απλή. Το έργο κινείται κατά βάση κάθετα και όχι οριζόντια και συχνά γίνεται τόσο περιγραφικό και αναλυτικό -ως προς τις λεπτές διακυμάνσεις της ερωτικής διάθεσης- ώστε αποτελεί μάλλον περισσότερο ψυχαναλυτικό πόνημα. Ωστόσο η αμεσότητα δε χάνεται και το πάθος πείθει , ακριβώς γιατί πατάει στέρεα .
Σε σχέση με όσα βιβλία της Βαμβουνάκη έχω διαβάσει , η επίγευση του συγκεκριμένου είναι από τις πιο δυνατές .
''Η κραταιά αγάπη'', Μάρω Βαμβουνάκη, εκδ. Φιλιππότη , 1998, σελ 192