Είναι αυτό το ακατανίκητο ανάγλυφο των εικόνων του που σε παρασύρει ή ο τρόπος που κυλά η γραφή , λιτή και πλούσια ταυτόχρονα , φορτωμένη την σκληράδα του κόπου και την τρυφερότητα των ονείρων; Και πώς γίνεται ειλικρινά, μια νουβέλα που γράφτηκε το 1898 να συγκινεί και να μιλά στην καρδιά και στο νου ανθρώπων του 2014;
Προσωπικά αυτό με ταράζει περισσότερο, αυτή η συγγένεια που καταφέρνει να διαπερνά τους αιώνες και να καταργεί το χωροχρόνο, αυτή η αλληλοπεριχώρηση του συγγραφέα με τον αναγνώστη που μόνο ξεκινά , κεντιέται φράση με τη φράση και απλώνεται σαν πέπλο ενωτικό πάνω από τους αιώνες.
Ένας νέος , ο Μάρλοου, που ξεκινά για την Ανατολή ως δεύτερος αξιωματικός κι ένας εξηντάχρονος που αναλαμβάνει για πρώτη φορά ταξίδι με το βαθμό του πλοιάρχου- ουσιαστικά παρθενικό , υπό μια έννοια, ταξίδι και για τους δύο είναι τα κεντρικά πρόσωπα. Κοινό τους γνώρισμα η επιμονή, η ακλόνητη σταθερότητα και μια αμετάκλητη απόφαση να φτάσουν στον τόπο που σηματοδοτεί την αρχή για τον νέο και το επιστέγασμα για το γέρο καπετάνιο, την Μπανγκόκ, για να ξεφορτώσουν το εμπόρευμα και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους. Αλλά οι κακοτυχίες έρχονται η μια μετά την άλλη και το καράβι γυρίζει ξανά και ξανά στο λιμάνι, ταπεινωμένο, κακορίζικο.
''Είχαμε γίνει δημότες του Φαλμουθ. Στα μαγαζιά μας ήξεραν. Στο κουρείο, στο καπνοπωλείο , μας ρωτούσαν σαν να'μασταν παλιοί φίλοι: ''Πιστεύεις στ' αλήθεια ότι θα δείτε ποτέ την Μπανγκόκ;''
Ήρθε ωστόσο η ώρα να ξεκινήσει και πάλι και να περάσει κι άλλες δοκιμασίες που θα οδηγήσουν και στην οριστική κατάληξη. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η ηχηρή απουσία του φόβου του θανάτου. Ακόμη και τις ώρες- που απλώνονται σε μέρες- του έσχατου κινδύνου, ο εικοσάχρονος αξιωματικός σκέφτεται μόνο ''Τι περιπέτεια!'' σαν να μην τον αφορά το ενδεχόμενο του θανάτου, κάτι που βέβαια ούτε το υπόλοιπο πλήρωμα φαίνεται να ενδιαφέρει, αν και σκέφτονται ότι ανεβαίνοντας στα ετοιμόρροπα κατάρτια είναι πολύ πιθανόν να τσακιστούν στο κενό.
Είναι λογικό. Ο αξιωματικός είναι πολύ νέος , τελείως καθαρός από ευθύνες που έλκουν την σκόνη του φόβου. Όσο για τους υπόλοιπους, προφανώς φέρουν τη ασπίδα της ψυχραιμίας που γεννά η εξοικείωση. Όλοι τους τελικά φτάνουν στην κάθαρση, όχι την προσδοκώμενη αλλά τουλάχιστον την ελάχιστη απαιτούμενη- αν και ο γέρος καπετάνιος φαντάζει σαν ο περισσότερο αδικημένος.
Αυτό που φαίνεται να αναπολεί περισσότερο ο σαραντάρης πλέον αξιωματικός που αφηγείται στο παρόν αυτήν την ιστορία, είναι όχι η περιπέτεια καθ'εαυτή , αλλά αυτό που αποκόμισε ως εμπειρία και νέα γνώση του εαυτού του : η αίσθηση της δύναμης.
''Τότε κατάλαβα πόσο καλός είμαι. Θυμάμαι τα αποθαρρυμένα πρόσωπα , τα αποκαμωμένα σώματα των δύο ανδρών και θυμάμαι τα νιάτα μου και την αίσθηση που ποτέ πια δε θα ξανάρθει- την αίσθηση ότι μπορούσα να ζήσω για πάντα, περισσότερο απ' τη θάλασσα, τη γη και όλους τους ανθρώπους. Την απατηλή εκείνη αίσθηση που μας παρασύρει σε χαρές και κινδύνους, στον έρωτα, στον μάταιο αγώνα- στον θάνατο. Τη θριαμβική πεποίθηση της δύναμης, τη ζέση της ζωής σε μια χούφτα χώμα , τη φλόγα της καρδιάς που κάθε χρόνο γίνεται όλο και πιο αδύναμη, όλο και πιο μικρή και στο τέλος σβήνει- γρήγορα, πολύ γρήγορα-πριν από τη ζωή την ίδια.''
Έτσι είναι . Πέρα από τα όρια του εαυτού μας - ή αυτά που εμείς νομίζουμε ως όρια- υπάρχει η γεύση της αθανασίας. Μόνο που η επίγευση ίσως είναι πικρή - πώς να χωρέσεις μετά στο λίγο και να αρκεστείς στο διαρκώς μειούμενο, σ'αυτό που χάνεται μέρα με τη μέρα, όταν έχεις γευτεί μια στάλα αιωνιότητα; Και πώς να μην αναπολείς αυτά που έζησες και που σ'άφησαν περισσότερο διψασμένο -γιατί τώρα πια ξέρεις πόσο τραγικό είναι να επιζήσεις από φωτιά κι από θύελλα και να βουλιάξεις σε ένα μπουκάλι ποτό . Κι αυτή η αυτοσυνειδησία δεν σου αφήνει ούτε την ελάχιστη παρηγοριά να λυπηθείς τον εαυτό σου για αυτό του το κατάντημα .
Δε θα αντισταθώ στον πειρασμό να αντιγράψω το πιο τρυφερό κατά τη γνώμη μου κομμάτι του έργου και θα το κάνω όχι από αναγκαιότητα για ολοκληρωμένη κριτική - μα δεν είμαι κριτικός - αλλά σαν να σημείωνα στο προσωπικό μου ημερολόγιο αυτό που θέλω να έρχεται στη μνήμη μου όταν θα κλείνω τα μάτια και θα σκέφτομαι αυτό το έργο.
''Να λοιπόν , πώς τη βλέπω την Ανατολή. Έχω δει τις απόκρυφες γωνιές της κι έχω κοιτάξει μέσα στην ψυχή της. Αλλά τώρα τη βλέπω πάντα από μία μικρή βάρκα : ένα περίγραμμα γαλάζιων , μακρινών βουνών στο φως του πρωινού · σαν άχνα το μεσημέρι· ένας δαντελωτός πορφυρένιος τοίχος με το ηλιοβασίλεμα. Νιώθω το κουπί στο χέρι μου, βλέπω την καυτή γαλάζια θάλασσα. Και βλέπω ακόμη έναν όρμο, έναν πλατύ όρμο, λείο σαν γυαλί και στιλπνό σαν πάγο- λαμπυρίζει στο σκοτάδι.Ένα κόκκινο φως καίει μακριά στην σκοτεινή στεριά και η νύχτα είναι μαλακιά και ζεστή. Τραβάμε κουπί και τα χέρια μας πονούν και ξαφνικά ένα αεράκι, ζεστό και φορτωμένο με παράξενες ευωδιές ανθών και αρωματικού ξύλου έρχεται από τη γαλήνια νύχτα- ο πρώτος που άκουσα στεναγμός της Ανατολής. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ''
''Τα νιάτα'', Joseph Conrad
μεταφ. Άρης Μπερλής, εκδ Άγρα,