Να κρίνω λες τον Μάριο Βάργκας Λιόσα και το΄΄Επιστολές σε έναν νέο συγγραφέα'';
Είναι πιο συνετό να το αποφύγω. Θα ψαχουλέψω την αίσθηση που μου άφησε, να δω τη δική μου πλευρά, τον απόηχό του στον αδούλευτο νου μου.
Να πεις ότι ήταν η πρώτη φορά που η αφελής θρασύτητα του νεομυημένου σήκωσε τις κουίντες της συγγραφικής διαδικασίας ; Όχι, δεν ήταν η πρώτη φορά , γι' αυτό και ο ενθουσιασμός που ακολούθησε την ανάγνωση ήταν πιο γεμάτος , πιο ώριμος αν θέλεις. Ούτε σκέτη , αφυδατωμένη τεχνική , ούτε υπερβολικός , πομπώδης μελοδραματισμός και απεραντολογίες.
Ξέρεις τι μου θύμισε ; Τον πατέρα σου που προσπαθούσε τα καλοκαίρια να σε μάθει κολύμπι, να απλοποιήσει , να σε στηρίξει , να σου αποκαλύψει, να σε εμπνεύσει, να χαρτογραφήσει την αλμυρή απεραντοσύνη με τρόπο που να σου μοιάζει ότι ''πατώνεις''- κι ας μην είναι καθόλου έτσι κι ας χάσκουν οι συγγραφικοί στρόβιλοι που σχηματίστηκαν στο πέρασμα τόσων αιώνων κάτω από τα πόδια σου .
Δεν έχει σημασία αν τελικά δε κολυμπήσεις στη Μάγχη, αν το μόνο που κατορθώσεις είναι να μείνεις στα τρία μέτρα από την ακτή και να μην μπορέσεις ή να μη θελήσεις το κολύμπι στο πέλαγος. Αρκεί καμιά φορά που νιώθεις ότι το έζησες - κι ας είναι εκ του ασφαλούς - και που νιώθεις ότι γέμισες κι ας είναι με τα μισά από όσα διάβασες- γιατί απλά τόσα κατάλαβες, τόσα σου χρειάζονταν τώρα.
''Αγαπητέ μου φίλε,
Το ύφος είναι ένα σημαντικό συστατικό στοιχείο της μυθιστορηματικής μορφής , χωρίς να είναι το μοναδικό. Τα μυθιστορήματα είναι φτιαγμένα από λέξεις , έτσι ώστε ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει και οργανώνει τη γλώσσα ένας μυθιστοριογράφος να συνιστά έναν αποφασιστικό παράγοντα ο οποίος είτε προσδίδει είτε αποστερεί τις ιστορίες του από τη δύναμη της πειθούς. ..ο μόνος τρόπος να μάθουμε αν ο μυθιστοριογράφος επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει στο αφηγηματικό του εγχείρημα είναι να διαπιστώσουμε αν , χάρη στη γραφή του , το μυθιστόρημα ζει , χειραφετείται από τον δημιουργό του και την πραγματική πραγματικότητα και επιβάλλεται στον αναγνώστη ως ανεξάρτητη πραγματικότητα. ..... Δεν έχει καμιά σημασία αν το ύφος είναι σωστό ή λανθασμένο. Έχει σημασία να είναι αποτελεσματικό, κατάλληλο για την αποστολή του που είναι να εμφυσήσει μια ψευδαίσθηση ζωής -αλήθειας- στις ιστορίες που αφηγείται.''
Τελικά ''διάβασε πολύ και βρες το δικό σου ύφος, αυτό που κάνει τους αναγνώστες να νιώθουν ότι μόνο μ'αυτόν τον τρόπο, μ'αυτές τις λέξεις , τις φράσεις , τους ρυθμούς, μπορεί να ειπωθεί αυτή η ιστορία''
Και δεν είναι αυτή η εμπιστοσύνη που νιώθεις κρατώντας το χέρι του πατέρα που σε οδηγεί, με μια σαφήνεια και απλότητα που πηγάζει ωστόσο από μια απέραντη πολυπλοκότητα -την οποία απλά διαισθάνεσαι - ένα στέρεο κομμάτι ζωής που μόνο ευγνωμοσύνη σου εμπνέει;
΄΄Επιστολές σε έναν νέο συγγραφέα'' Μάριο Βάργκας Λιόσα, εκδ Καστανιώτης 2001
Μπορεί καμιά φορά η φαντασίωση της αξίας σου να σε πάει πολύ πιο πέρα από την συνείδησή της ; Απ' ότι φαίνεται σε αυτό το πρώτο μυθιστόρημα του Joseph Roth - μόλις 190 σελίδων- ένας νεαρός καταφέρνει να πείσει τελικά για την σπουδαιότητά του έναν κόσμο που δονείται από εθνικιστικές εξάρσεις. Το σκηνικό της αναγνώρισής του χτίζεται σταδιακά , οι κινήσεις του είναι υπολογισμένες και το δίχτυ της πλεκτάνης στήνεται , χωρίς οι συνωμοσίες να κάνουν διακρίσεις .
''Ο Τέοντορ μεγάλωσε στο σπίτι του πατέρα του , του τελωνειακού ελεγκτή και πρώην λοχία Βίλχελμ Λόζε. Ο μικρός Τέοντορ ήταν ένα ξανθό , επιμελές και κόσμιο αγόρι. Τη σπουδαιότητα που απέκτησε αργότερα την προσδοκούσε με λαχτάρα , αλλά δεν τόλμησε ποτέ να πιστέψει σε αυτήν. Μπορεί να πει κανείς : Ξεπέρασε τις ελπίδες που ποτέ δεν είχε στηρίξει στον εαυτό του.''
Ο νεαρός Τέοντορ Λόζε , πρώην ανθυπολοχαγός και νυν φοιτητής της Νομικής διδάσκει το γιο του πλούσιου εβραίου Εφρούσι . Σύντομα, θα ενταχθεί στους κόλπους μιας ακραίας οργάνωσης και θα προσπαθήσει με συνωμοσίες, παραπλανήσεις και μπόλικη προπαγάνδα να ανέλθει ιεραρχικά και να γίνει σπουδαίος. Εθνικισμός , εξαθλίωση των απλών , Γερμανών εργατών, συγκρούσεις αλλά κυρίως ο κεντρικός χαρακτήρας του Λόζε που από την αφέλεια της νεανικής ματαιοδοξίας προχωρά σταθερά προς έναν παραλογισμό παντοδυναμίας, αφήνοντας πίσω προδοσία και αίμα. Σύμμαχος ο Τύπος , όπου η παραπληροφόρηση , η συγκάλυψη, το ψεύδος , φτάνουν σε εξοργιστικά επίπεδα.
''Ο Τέοντορ πυροβόλησε . Ο εργάτης κλονίστηκε. Σκορπίστηκαν. Συνέρρευσαν στην εξώπορτα και τράνταξαν μάταια την τριπλή αμπάρα. Σκαρφάλωσαν στον τοίχο. Όμως απέναντι άστραφταν κάννες όπλων. Οι εργάτες πήδηξαν πάλι στην αυλή. Απ' το σπίτι αντήχησαν πυροβολισμοί. Όσοι πέθαιναν ρόγχαζαν. Οι ζωντανοί σιωπούσαν. Σηκώθηκε μεγάλη ησυχία. Φυσούσε σιγή από την αυλή όπως μέσα από έναν πλατύ , ανοιχτό τάφο.''
Μετά από τη μέση του βιβλίου εμφανίζεται ως δεύτερος -αλλά όχι δευτερεύων - χαρακτήρας , ο Μπένγιαμιν Λεντς , Εβραίος μεν αλλά σύμμαχος και συνεργάτης, φαινομενικά χαμηλής αντίληψης αλλά ουσιαστικά οξυδερκής, αδιάφορος και δύσμορφος αλλά επίμονος και βαθιά κυνικός.
Η πλοκή εξυφαίνεται γρήγορα και το βιβλίο που γράφτηκε το 1923 αποδεικνύεται προφητικό και -ίσως - επίκαιρο.
Η γραφή του Roth είναι καθαρή και σαφής, άλλοτε άνετη και αβίαστη κι άλλοτε κοφτή και δραματική , με εμφανή μια λεπτή ειρωνία καθώς καταδύεται στον ψυχισμό του Λόζε.
Τελικά , ποιος είναι αυτός που πραγματικά υφαίνει το δίχτυ; Ποιος είναι αυτός που θα απομυζήσει το θύμα του με την παγερή ψυχραιμία της αράχνης; Και ποιο είναι το θύμα, ένας άνθρωπος ή ένας λαός;
''Ο ιστός της αράχνης'' Joseph Roth, μεταφ. Τούλα Σιέτη, εκδ. Κριτική , 2010,
Η κίτρινη ταινία στο εξώφυλλο που έγραφε ''Βραβείο Νουάρ Μυθιστορήματος 2007'' ήταν η μοναδική σύσταση που είχα για το βιβλίο ''Η σιωπή των νεκρών '' του Jean-Paul Noziere κάτι που τελικά ήταν καλό, καθώς ακολούθησα τη ροή του έργου χωρίς καμιά υποψία για την τελική κατάληξη.
Το ότι η πλοκή είναι αργή , χωρίς εντάσεις και δαιδαλώδεις συσχετισμούς , ήταν φανερό ακόμη και σε εμένα, που η αναγνωστική εμπειρία στα αστυνομικά δεν είναι αξιοζήλευτη. Ωστόσο , δε θα τη χαρακτήριζα κουραστική- περισσότερο ανταποκρίνεται στους ρεαλιστικούς ρυθμούς της καθημερινότητας ενός συνταξιούχου αστυνομικού και λιγότερο μαρτυρά συγγραφική αδυναμία .
Μήπως δεν είναι ικανότητα να βιώσει ο αναγνώστης την καθημερινή ρουτίνα του ήρωα; 'Οπως για παράδειγμα αυτή της πολυήμερης παρακολούθησης μιας έπαυλης όπου τίποτα δε γίνεται πέρα από το να λιώνει κανείς στον καύσωνα, παρέα με κιάλια και ένα θερμός με καφέ.
Ύφος καθαρό, απλό, ρεαλιστικό αλλά όχι ψυχρό . Μια ήπια εγκαρτέρηση διαπνέει τον κεντρικό χαρακτήρα , τον συνταξιούχο αστυνομικό Μιλιούς και ταυτόχρονα μια αφελής , συγκινητική γενναιότητα, που δίνει τον κυρίαρχο τόνο στο έργο : έχει νιώσει την αποφορά της παραίτησης να τον ακουμπά, ωστόσο συνεχίζει να παλεύει και να προσπαθεί στην τελευταία αποστολή που φορτώθηκε οικειοθελώς, σαν ένα κύκνειο άσμα που οφείλει στον εαυτό του.
Το κάδρο στήνεται και έχει απ' όλα : φόνους, βραδιές tango , αρπαγές κοριτσιών και trafficking , μια μυστηριώδη έπαυλη και στο βάθος μια παράλληλη ιστορία μιας μάνας που ψάχνει την κόρη της - θύτης και θύμα ταυτόχρονα και γι' αυτό τραγική . Το τέλος έρχεται , αναμενόμενο λόγω της επιδέξιας ύφανσης αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτικό - κι αυτό είναι επίσης συγγραφικό κατόρθωμα , η έκβαση που δεν σε σοκάρει απλά αλλά σε στοιχειώνει.
''Η σιωπή των νεκρών'', Jean-Paul Noziere, μεταφρ. Δημήτρης Σιδηρόπουλος, σελ 317, εκδ. Πόλις 2012